- καθορατικός
- καθορατικόςable to see intomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθορατικός — καθορατικός, ή, όν (Α) διορατικός, προβλεπτικός, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁρατικός (< ὁρατής < ὁρῶ)] … Dictionary of Greek